στιλπνή

στιλπνή
στιλπνός
glittering
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαστολόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της διαστολής στερεών και υγρών. Ανάλογα με το σώμα του οποίου θα μετρηθεί η διαστολή και με την επιθυμητή ακρίβεια της μέτρησης, χρησιμοποιούνται διάφοροι τύποι δ. Για τα υγρά χρησιμοποιούνται δ. που αποτελούνται από δοχεία …   Dictionary of Greek

  • αγριόπαπια — Είδος χηνομόρφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Την ίδια ονομασία έχουν και άλλα συγγενικά είδη που ανήκουν κυρίως στο ίδιο γένος (νήσσα). Το σώμα τους έχει μήκος γύρω στα 0,5 μ. Το βάρος τους είναι περίπου 1 1,5 κιλό. Χαρακτηρίζονται από… …   Dictionary of Greek

  • αντανάκλαση — η (AM ἀντανάκλασις) 1. αλλαγή κατεύθυνσης των φωτεινών ακτίνων όταν προσπέσουν σε λεία και στιλπνή επιφάνεια 2. (για ήχο) αντήχηση, ηχώ νεοελλ. έμμεση επίδραση ενέργειας ή κατάστασης μσν. φωταύγεια, αίγλη …   Dictionary of Greek

  • αντηλιά — η [αντήλιος] 1. η ανάκλαση των ηλιακών ακτινών από στιλπνή επιφάνεια, τοίχο ή από το έδαφος 2. τόπος που τον χτυπά ο ήλιος …   Dictionary of Greek

  • γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • εμφανής — ές (AM ἐμφανής, ές) ο καθαρά διακρινόμενος, έκδηλος, κατάδηλος, ορατός, φανερός, ολοφάνερος αρχ. μσν. επιφανής, σημαντικός, ένδοξος («ἀποσταλεὶς ἀνήρ Αἰγύπτιος», Διόδ. Σικ.) μσν. 1. φρ. «ἐμφανὴς γίγνομαι» παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι 2. φρ. «εἰς τὸ …   Dictionary of Greek

  • κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως …   Dictionary of Greek

  • καραμάντουλο — το και καραμάντολα, η είδος μαύρου μάλλινου ή και βαμβακερού υφάσματος με στιλπνή τη μια όψη, με το οποίο κατασκευάζουν ελαφρά γυναικεία παπούτσια ή παντόφλες και, στην Κρήτη, ανδρικά πουκάμισα, βράκες και μαντίλια τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • κατοπτρίζω — (ΑΜ κατοπτρίζω) [κάτοπτρον] 1. εμφανίζω την εικόνα ενός αντικειμένου σαν σε κάτοπτρο, απεικονίζω πιστά («καταντικρὺ δὲ τοῡ κατοπτρίζοντος αὐτὸ ἀστέρος», Πλούτ.) 2. (το μέσ.) κατοπτρίζομαι κοιτάζω τον εαυτό μου στο κάτοπτρο, καθρεφτίζομαι νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”